ῥυτῆρας

ῥυτῆρας
ῥῡτῆρας , ῥυτήρ
one who draws
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρυτήρας — ο / ῥυτήρ, ῆρος, ΝΑ 1. αυτός που σέρνει ή τεντώνει κάτι («ῥυτῆρα βιοῡ» ελκυστήρας τόξου, τοξότης, Ομ. Οδ.) 2. το χαλινάρι 3. φρ. «τρέχει από ρυτήρος» ή «ἀπὸ ῥυτῆρος ἐλαύνειν» (για άλογο) τρέχει με χαλαρωμένα τα ηνία ώστε να καλπάζει χωρίς κανένα… …   Dictionary of Greek

  • DANAE — filia Acrisii, Regis Argiv. ex Eurydice, filia Lacedaemonis, qui cum oraculo monitus esset, fore, ut a nepote occideretur, filiam munitissimae turi inclusit: cuius amore captus Iuppiter in imbrem aureum se convertit, et per tegulas in puellae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ρυτήρ — (I) ῆρος, ὁ, Α βλ. ρυτήρας. (II) ῆρος, ὁ, θηλ. ῥύτειρα και (ῥυστήρ, ῆρος, Α αυτός που σώζει, λυτρωτής, σωτήρας, απελευθερωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρυω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥύσιος, ῥῦσις) + επίθημα τήρ (πρβλ. πυρσευ τήρ). Ο τ. ῥυστήρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”